- αβαπτιστος
- ἀβάπτιστοςἀ-βάπτιστος21) не погружающийся в воду, нетонущий
(φελλός Pind.; δόναξ Anth.)
2) не отягощенный напитками, трезвый(σῶμα Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(φελλός Pind.; δόναξ Anth.)
(σῶμα Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀβάπτιστος — not to be dipped masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβάπτιστος — και φτιστος, η, ο (AM ἀβάπτιστος, ον) [βαπτίζω] μσν. νεοελλ. αυτός που δεν έχει δεχτεί το μυστήριο τού βαπτίσματος νεοελλ. 1. άπιστος, ασεβής, κυρίως για μωαμεθανούς 2. άδικος, σκληρός, κακός αρχ. 1. αυτός που δεν βυθίστηκε ή δεν μπορεί να… … Dictionary of Greek
ἀβάπτιστον — ἀβάπτιστος not to be dipped masc/fem acc sg ἀβάπτιστος not to be dipped neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβαπτίστοις — ἀβάπτιστος not to be dipped masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβαπτίστου — ἀβάπτιστος not to be dipped masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβαπτίστους — ἀβάπτιστος not to be dipped masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβαπτίστων — ἀβάπτιστος not to be dipped masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβάπτιστα — ἀβάπτιστος not to be dipped neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβάπτιστοι — ἀβάπτιστος not to be dipped masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβαπτισία — και αβαπτισιά, η [αβάπτιστος] το να μείνει κανείς αβάπτιστος … Dictionary of Greek
Arki — Fischerhafen Arki Gewässer Ägäisches Meer Inselgruppe … Deutsch Wikipedia