αβαπτιστος

αβαπτιστος
    ἀβάπτιστος
    ἀ-βάπτιστος
    2
    1) не погружающийся в воду, нетонущий
    

(φελλός Pind.; δόναξ Anth.)

    2) не отягощенный напитками, трезвый
    

(σῶμα Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αβαπτιστος" в других словарях:

  • ἀβάπτιστος — not to be dipped masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβάπτιστος — και φτιστος, η, ο (AM ἀβάπτιστος, ον) [βαπτίζω] μσν. νεοελλ. αυτός που δεν έχει δεχτεί το μυστήριο τού βαπτίσματος νεοελλ. 1. άπιστος, ασεβής, κυρίως για μωαμεθανούς 2. άδικος, σκληρός, κακός αρχ. 1. αυτός που δεν βυθίστηκε ή δεν μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • ἀβάπτιστον — ἀβάπτιστος not to be dipped masc/fem acc sg ἀβάπτιστος not to be dipped neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβαπτίστοις — ἀβάπτιστος not to be dipped masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβαπτίστου — ἀβάπτιστος not to be dipped masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβαπτίστους — ἀβάπτιστος not to be dipped masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβαπτίστων — ἀβάπτιστος not to be dipped masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβάπτιστα — ἀβάπτιστος not to be dipped neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβάπτιστοι — ἀβάπτιστος not to be dipped masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβαπτισία — και αβαπτισιά, η [αβάπτιστος] το να μείνει κανείς αβάπτιστος …   Dictionary of Greek

  • Arki — Fischerhafen Arki Gewässer Ägäisches Meer Inselgruppe …   Deutsch Wikipedia


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»